- ισομορφισμός
- Φαινόμενο που βασίζεται στο γεγονός ότι δύο ουσίες που διαφέρουν ως προς τη χημική σύσταση έχουν τον ίδιο τύπο κρυσταλλικού πλέγματος. Ο ι. παρατηρείται, για παράδειγμα, σε ουσίες του τύπου ανθρακικού ασβεστίου και ανθρακικού ψευδαργύρου· διαπιστώνεται ότι ο ψευδάργυρος μπορεί να αντικαταστήσει στο κρυσταλλικό πλέγμα το ασβέστιο και αντίστροφα. Η αντικατάσταση αυτή είναι δυνατή για ουσίες με ανάλογη κρυσταλλική δομή και κυρίως όταν τα άτομα ή τα ιόντα που τις αποτελούν έχουν διαστάσεις συγκρίσιμες, οπωσδήποτε με ιονικές ακτίνες οι οποίες να μη διαφέρουν πάνω από 15%· συνήθως, αλλά όχι απαραίτητα, διαπιστώνεται και μία αναλογία ως προς τις χημικές τους ιδιότητες. Τα στοιχεία που μπορούν να αντικατασταθούν αμοιβαία λέγονται ισόμορφα και τα σώματα που τα περιέχουν ισομορφογενή. Από τις αναγκαίες συνθήκες για την εξακρίβωση του ι. γίνεται εμφανές ότι οι χημικοί τύποι των ισόμορφων ενώσεων πρέπει να είναι παρόμοιοι.
Ο ι. μας επιτρέπει, λοιπόν, να προσδιορίσουμε τον τύπο μιας ένωσης από τον τύπο μιας άλλης ισόμορφής της και στη συνέχεια να κάνουμε αναγωγή στο ατομικό βάρος των ισόμορφων στοιχείων. Ο Μίτσχερλιχ εισήγαγε τη θεωρία του ι. και την εφάρμοσε ως κριτήριο για τον προσδιορισμό των ατομικών βαρών. Μια άλλη ενδιαφέρουσα όψη του ι. είναι το γεγονός ότι όταν δύο ισόμορφες ουσίες κρυσταλλώνονται μαζί, δηλαδή από λιωμένα μείγματα ή από το ίδιο διάλυμα, σχηματίζουν τους λεγόμενους μεικτούς κρυστάλλους ή στερεά διαλύματα. Τα στερεά διαλύματα έχουν τις ίδιες ιδιότητες με τα υγρά διαλύματα, αλλά η ικανότητα ανάμειξής τους ποικίλλει κατά περίπτωση, ενώ η σύνθεσή τους εξαρτάται από το αρχικό διάλυμα.
Παράδειγμα ισομορφισμού: τρία διαφορετικά ορυκτά που παρουσιάζουν την ίδια κρυσταλλική μορφή (κυβική)? από πάνω προς τα κάτω, φθορίτης, πυρίτης και ορυκτό άλας.
* * *οισομορφία*.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isomorphism < iso- [πρβλ. ἰσ[o]-) + -morphism < -morphus (πρβλ. -μορφος < μορφή)].
Dictionary of Greek. 2013.